κοινωφελης

κοινωφελης
    κοινωφελής
    κοιν-ωφελής
    2
    общеполезный
    

(Aesch. - v. l. к κοινοφιλής Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοινωφελης" в других словарях:

  • κοινωφελής — of common utility masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… …   Dictionary of Greek

  • κοινωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που ωφελεί το κοινό: Έχτισε ένα κοινωφελές ίδρυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωφελῆ — κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοινωφελής of common utility masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοινωφελής of common utility masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελέστερον — κοινωφελής of common utility adverbial comp κοινωφελής of common utility masc acc comp sg κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελεῖ — κοινωφελής of common utility masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοινωφελής of common utility masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελεῖς — κοινωφελής of common utility masc/fem acc pl κοινωφελής of common utility masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελές — κοινωφελής of common utility masc/fem voc sg κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελέστατον — κοινωφελής of common utility masc acc superl sg κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελεστάταις — κοινωφελής of common utility fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωφελοῦς — κοινωφελής of common utility masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»